εὔδειπνοι

εὔδειπνοι
εὔδειπνος
with goodly feasts
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εύδειπνος — εὔδειπνος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο δείπνο («εὔδειπνοι δαῑτες», Ευρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔδειπνα συμπόσιο προς τιμήν τών νεκρών 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εὔδειπνοι οι νεκροί προς τιμήν τών οποίων παρατίθεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”